ἀντέχοντας

ἀντέχοντας
ἀντέχω
hold against
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πέτερσεν, Νις — (Petersen, Βάμντρουπ 1897 – Λάβεν 1943). Δανός συγγραφέας (Μη αντέχοντας το κλειστό οικογενειακό περιβάλλον, εγκατέλειψε το φαρμακείο όπου εργαζόταν και έζησε περιπλανώμενος, ασκώντας διάφορα επαγγέλματα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Νυχτερινοί… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”